αφατρίαστος

αφατρίαστος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δε φατριάζει, δεν κομματίζεται: Η άσκηση των καθηκόντων του ήταν πάντα αφατρίαστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αφατρίαστος — η, ο αυτός που δεν ανήκει σε φατρία ή σε κόμμα, αυτός που δεν εξυπηρετεί κομματικά συμφέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φατριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Αθ. X. Ροντήρη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”